Σκαρλάτι

Σκαρλάτι
(Scarlatti). Επώνυμο δύο Ιταλών μουσικών. 1. Αλεσάντρο. Συνθέτης (Παλέρμο 1660 -Νεάπολη 1725). Γεννημένος μέσα σε οικογένεια μουσικών (η αδελφή του Άννα-Μαρία ήταν μεγάλη τραγουδίστρια και οι αδελφοί του Φραντσέσκο και Τομάζο διακρίθηκαν ο πρώτος ως βιολιστής κι ο δεύτερος ως τραγουδιστής), συμπλήρωσε τις μουσικές σπουδές του στη Ρώμη, όπου σε ηλικία 18 ετών παντρεύτηκε την Αντονία Αντσαλόνε. Η βασίλισσα της Σουηδίας Χριστίνα, που έμενε τότε στη Ρώμη, τον εκτίμησε και τον έκανε διευθυντή της ιδιαίτερης ορχήστρας της, γεγονός που τον επέβαλε στους κύκλους της κοσμικής και της εκκλησιαστικής αριστοκρατίας. Το 1685 πήγε στη Νεάπολη, όπου ανάλαβε καθήκοντα πρώτου διευθυντή της βασιλικής ορχήστρας, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολλές αντιζηλίες και εχθρότητες. Ο Σ. είχε εξασφαλίσει την εκτίμηση των σημαντικότερων εκπρόσωπων της ιταλικής τέχνης της εποχής του και έγινε το 1706 μέλος της ακαδημίας Αρκαδία. Παρά τις αφιερώσεις πολυάριθμων έργων του σε άρχοντες και καρδινάλιους, ο Σ. είχε πολύ περιπετειώδη και καθόλου τακτοποιημένη ζωή (είχε δέκα παιδιά μεταξύ του 1679 και 1695). Σημαντικά επίσης επηρέασε τη ζωή του η απαγόρευση των δημόσιων θεαμάτων από τον πάπα Αλέξανδρο Z’. Αφού κατέλαβε, έχασε και ξαναπήρε πολλές φορές τις θέσεις διευθυντή ορχήστρας στο Λορέτο, στη Ρώμη και στη Νεάπολη, από το 1723 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην τελευταία, όπου και πέθανε σχεδόν τελείως αγνοημένος. Η μεταθανάτια δόξα του Σ. οφείλεται στην αναγνώρισή του ως ιδιαίτερα μελοδραματικού συνθέτη και δημιουργού της μεγάλης μουσικής σχολής της Νεάπολης. Το μελόδραμα του ‘Μυθριδάτης Ευπάτωρ, που παίχτηκε στη Βενετία το 1707 και ξαναπαρουσιάστηκε στην εποχή μας, το 1956, φαίνεται να προσεγγίζει τη μουσική του Σ. στην αυστηρή αντίστιξη του Μπαχ (ο ίδιος ο Σ. υποστήριζε ότι η μουσική ήταν θυγατέρα των μαθηματικών) και τη μεγαλοπρεπή κομψότητα του Χαίντελ. Είναι βέβαιο ότι με το Σ. άρχισε, στην ιστορία του μελοδράματος, ο μουσικός χαρακτηρισμός των διάφορων προσώπων, κάποια πλαστικότητα του ρετσιτατίβο και μια προσεκτικότερη προσαρμογή της μουσικής έκφρασης στα κεντρικά σημεία του δράματος. Η φροντίδα αυτή της τεχνοτροπίας, που διαφαίνεται σχεδόν σε όλη την αφθονότατη παραγωγή του, επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη όλης της ευρωπαϊκής μουσικής. Αποδίνονται στο Σ. είκοσι ορατόρια, άλλες τόσες σερενάτες, περίπου εξακόσιες καντάτες, διακόσιες λειτουργίες και πάνω από εκατό λυρικά έργα, από τα οποία σημαντικότερα, ακόμα και για τη σημασία που αποδίνουν στην ορχήστρα, είναι ο Κύρος (1712), Ο Τιγράνης ή η ίση αξία της αγάπης και της πίστης (1715), Ο θρίαμβος της τιμής (1718), Μάρκο Ατίλιο Ρέγκολο (1719), Η Γκριζέλντα (1721). 2. Ντομένικο. Συνθέτης και τσεμπαλίστας (Νεάπολη 1685 - Μαδρίτη 1757). Έκτος γιος του Αλεσάντρο, σε ηλικία 16 ετών πήρε τη θέση του εκτελεστή εκκλησιαστικού όργανου και συνθέτη στην αυλή της Νεάπολης. Συμμερίστηκε τις γραφειοκρατικές περιπέτειες του πατέρα του, ο οποίος όμως κατέλαβε επίμονες προσπάθειες για να πετύχει την αναγνώριση της μεγαλοφυΐας του γιου του. Αφού συνδέθηκε φιλικά με το Χαίντελ και ασχολήθηκε μαζί του, το 1708, σε εκτελέσεις έργων για εκκλησιαστικό όργανο και τσέμπαλο, ο Σ. επιβλήθηκε ως συνθέτης στην υπηρεσία της βασίλισσας της Πολωνίας Μαρίας Καζιμίρας, για το ιδιωτικό θέατρο της οποίας, στη Ρώμη, σύνθεσε πολλά μελοδράματα, μεταξύ των οποίων η Ιφιγένεια εν Αυλίδι (1713), η Ιφιγένεια εν Ταύροις (1713), ο Άμλετ (1715), Ο Νάρκισσος (1720), που ήδη είχε παιχτεί το 1714 με τον τίτλο Έρωτας μιας σκιάς. Αφού το 1719 πήγε στο Λονδίνο, όπου ξανασύνδεσε τη φιλία του με το Χαίντελ, το 1720 βρέθηκε στη Λισαβόνα και έπειτα στη Νεάπολη και Μαδρίτη, στην ακολουθία της πριγκίπισσας Μαρίας Βαρβάρας της Πορτογαλίας, συζύγου του πρίγκιπα των Αστουριών. Ως μουσικός τόσων αριστοκρατικών οικογενειών, δημοσίευσε όσο ζούσε μόνο μερικές συλλογές από τις περίφημες και αναρίθμητες σονάτες του για τσέμπαλο: δυο από τις συλλογές αυτές δημοσιεύτηκαν στο Παρίσι το 1732, δύο στο Λονδίνο, το 1735 και μια στη Βενετία το 1750 (Ασκήσεις για γκραβιτσέμπαλο). Σ’ αυτόν ανήκει η τεχνική του παιξίματος με κεκαμένα δάχτυλα και η ενσυνείδητη προαίσθηση ότι πλησίαζε η κεραυνοβόλα ανάπτυξη της τεχνικής του πιάνου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς το 1839, στην άνθηση του ρομαντισμού, ο Καρλ Τσέρνυ, ήδη μαθητής του Μπετόβεν και δάσκαλος, μεταξύ άλλων, του Λιστ, συγκέντρωσε και δημοσίευσε περίπου διακόσιες σονάτες του Σ., επισύροντας έτσι την προσοχή των Ευρωπαίων μελετητών. Συνθέτης μελοδραμάτων (έγραψε μια δωδεκάδα), καντατών και διάφορων άλλων έργων, ο Σ. παρουσίασε κυρίως τη μεγαλοφυϊα του στις συνθέσεις για τσέμπαλο - περίπου εξακόσιες -στις οποίες η ασύγκριτη δεξιοτεχνία συνοδεύεται από λαμπρή θεματική εφευρετικότητα, ανεξάντλητο ρυθμικό πλούτο και αρμονική και μελωδική ποικιλία. Με ένα καλλιτεχνικό αίσθημα που ξεπερνά κατά πολύ την κομψότητα και τη λεπτότητα του 18ου αι., ο Σ. θεωρείται εγκαινιαστής της νεώτερης μουσικής αντίληψης, όπως επιβεβαιώθηκε από τη νεώτερη μουσική έρευνα, που προκάλεσε νέες εκδόσεις των έργων του, συχνά ξαναγραμμένων σε αναχρονιστικό πιανιστικό τρόπο. Από τις νεώτερες εκδόσεις του Σ. αναφέρουμε τα Άπαντα για τσέμπαλο, με επιμέλεια του Αλεσάντρο Λόνγκο (1864-1945), ιδρυτή της ομάδας φίλων του Σκαρλάτι. Ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι, πατέρας του Ντομένικο: δημιουργός της σχολής της Νεάπολης. Η μεγάλη μουσική παραγωγή του γίνεται ο βασικός σύνδεσμος ανάμεσα στην εποχή του Μοντεβέρντι και στην εποχή του Μπαχ. Ο Ιταλός συνθέτης Ντομένικο Σκαρλάτι: στις πολυάριθμες σονάτες του για τσέμπαλο (περίπου 600) υπάρχει η ουσία ολόκληρου του μουσικού κόσμου του 18oυ αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ντικά, Πολ — (Paul Dukas, Παρίσι 1865 – 1935). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον Ερνέστ Γκιρό. Το 1888 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο αντίστιξης και φούγκας και με το δεύτερο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Velleda. Πνεύμα… …   Dictionary of Greek

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… …   Dictionary of Greek

  • σονάτα — (Μουσ.). Όρος που χαρακτήριζε, ήδη από το 17o αι., μια σύνθεση μουσικής δωματίου για ένα ή περισσότερα όργανα (canzone da sonar = τραγούδι για να εκτελείται από μουσικά όργανα), σε αντίθεση με τις συνθέσεις για φωνές, όπως η καντάτα και το… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… …   Dictionary of Greek

  • όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”